Αγιολογικά

Νικόλαος Νεομάρτης από τη Χίο

Γεννήθηκε στις Καρυές της Χίου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς. Σε ηλικία είκοσι ετών συμφώνησε μ’ ένα συμπατριώτη του χτίστη να πάνε μαζί στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας να εργαστούν. Εκεί ο άγιος συνέχιζε τον χριστιανικό τρόπο ζωής και πρόκοβε στην αρετή. Κάποια μέρα όμως έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Κατά την εξέταση από τους Τούρκους ο άγιος δεν τους απαντούσε αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν. Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι τον έδιωξαν ως τρελό. Οι συμπατριώτες του φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, η οποία κυκλοφόρησε τη φήμη ότι ο άγιος είχε εξισλαμιστεί. Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού, τον ονόμασαν Μεϊμέτη και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων. Στα βουνά της Αγίας Υπομονής τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του αγίου. Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό. Έτσι και έκανε: πήγε στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα τον κατήχησε και τον δίδαξε. Από τότε ο άγιος άρχισε να ζει με μετάνοια, προσευχή, αγρυπνία και αυστηρή νηστεία. Κάποια μέρα έφτασαν απεσταλμένοι από τον δικαστή και τον συνέλαβαν σαν να ήταν ληστής. Μαζί του συνέλαβαν και τον ιερέα του χωριού με δύο προεστούς. Ο άγιος οδηγήθηκε στον δικαστή, ο οποίος τον ρώτησε γιατί, ενώ προηγουμένως ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε πάλι χριστιανός. Προσπάθησε μάλιστα με κολακείες και υποσχέσεις να τον πείσει να εξισλαμιστεί, ωστόσο το μόνο που κατάφεραν ήταν να εντείνει το ζήλο του. Έτσι, τον έριξαν στη φυλακή και, σαν να μην ήταν αρκετά τα βασανιστήρια, οι συμπατριώτες του αγίου και ο ίδιος ο ιερέας μάλιστα τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση, λέγοντας ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη. Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο. Τον οδήγησαν έξω από τα τείχη του κάστρου όπου τον ρώτησαν ξανά αν προτίθεται να αλλαξοπιστήσει, πήραν όμως αρνητική απάντηση. Τότε ο δήμιος τον γονάτισε και του έδωσε μια μπηχτή μαχαιριά στην πλάτη, ύστερα τον σήκωσε και τον ρώτησε αν θα τουρκέψει και στην αρνητική απάντησή του τον γονάτισε δεύτερη φορά και τον έκοψε λίγο στο λαιμό. Τον σήκωσε πάλι επάνω και τον ρώτησε αν θα τουρκέψει, λέγοντάς του: μη στεναχωριέσαι οι πληγές σου γιατρεύονται. Ο άγιος μεγαλομάρτυρας από τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει έτρεξε και γονάτισε φωνάζοντας τρεις φορές: Παναγία, βοήθει μοι. Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με όλη του την δύναμη και τον αποκεφάλισε.